- κρεατομηχανή
- η мясорубка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρεατομηχανή — η μηχανή που κόβει το κρέας σε κιμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρε[ο] ) + μηχανή] … Dictionary of Greek
κρεατομηχανή — η μηχανή που κόβει κρέας για κιμά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… … Dictionary of Greek
αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… … Dictionary of Greek
σατίρι — το, Ν 1. μεγάλο και με πλατιά λεπίδα βαρύ και κοφτερό μαχαίρι για το κόψιμο τού κρέατος 2. μηχάνημα που χρησιμοποιούν οι κρεοπώλες για το κόψιμο τού κρέατος, κρεατομηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. satir] … Dictionary of Greek